-
1 χεῖλος
χεῖλος, τό (nach Einigen durch Buchstabenumsetzung von λείχω, wahrscheinlicher von ΧΆΩ, was sich öffnet, auseinanderklafft), die Lippe, Lefze; χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνεν, die Lippen zwar netzte er, aber den Gaumen nicht, von Einem, der kärglich giebt, Il. 22, 495; μή σε στῆϑος καὶ χείλεα φύρσω αἵματος Od. 18, 21; πάντες ὀδὰξ ἐν χείλεσι φύντες Od. 1, 381 u. öfter; χείλεσι γελᾶν, mit den Lippen lachen, die Lippen wie zum Lachen verziehen, ohne wirklich zu lachen, Il. 15, 102; νέκταρ ἐν χείλεσσι στάξοισι Pind. P. 9, 65; Eur. χείλεσιν διδοὺς ὀδόντας, Bacch. 621; und in Prosa überall, ὀδοῦσι καὶ γλώττῃ καὶ χείλεσιν Plat. Tim. 75 d. – Von Thieren, Rüssel, Schnauze; von Vögeln der Schnabel, νᾶμα ξουϑαὶ ἀφύσσονται χείλεσιν ἀλκυόνες Mnasalc. 8 (IX, 333). – Uebtr. von leblosen Dingen, der Rand, Saum, jede Oeffnung u. Vertiefung; der Rand eines Pokals, Od. 4, 616. 15, 116; eines Korbes, 4, 132; eines Fasses, Hes. O. 97; auch der Rand einer Grube, das Ufer eines Flusses, Il. 12, 52; ποταμῶν Her. 2, 94, wie Pol. 3, 14, 6 u. öfter; κοτυλισκίου Ar. Ach. 435; τὰ τῶν τῆς γῆς τροχῶν χείλη Plat. Critia. 115 e; τῆς τάφρου Thuc. 3, 23, wie Pol. 3, 14, 6; πίϑου 22, 11, 7.
-
2 χεῖλος
χεῖλος ([dialect] Dor. [full] χῆλος Cerc.1.5, [dialect] Aeol. [full] χέλλος Choerob. in An.Ox. 2.278), εος, τό: pl., gen.A ;χειλέων Herod. 3.4
, LXXPr.12.13, al., Plu.Cat.Ma.12, v.l. in D.H.Comp.14: poet. dat. χείλεσσι (v. infr.):—lip, Hom., etc.: prov., ἐγέλασσε χείλεσιν laughed with the lips only, Il.15.102; χείλεα μέν τ' ἐδίην', ὑπερῴην δ' οὐκ ἐδίηνε wetted the lips, but not the palate, i.e. drank sparingly, 22.495;νέκταρ ἐν χείλεσσι στάξοισι Pi.P.9.63
; πειθώ τις ἐπεκάθιζεν ἐπὶ τοῖς χ., of Pericles, Eup.94.5;χείλεσιν διδοὺς ὀδόντας E.Ba. 621
(troch.); χείλεσιν ἀμφιλάλοις, of incessant talk, Ar.Ra. 678 (lyr.); δάκνων τὰ χ., of one in a difficulty, Eub.53.6;ἄχρις ἡ ψυχή.. ἐπὶ χειλέων λειφθῇ Herod.
l.c.; ἐπὶ τοῖς χείλεσι τὰς ψυχὰς ἔχοντες 'with their hearts in their mouths', D.Chr.32.50; ἀπὸ χειλέων, opp. ἀπὸ καρδίας, Plu. l.c.;ἀπ' ἄκρου χ. φιλοσοφεῖν
on the surface only,Luc.
Apol.6; ἐπ' ἄκρου τοῦ χ. on the tip of one's tongue, Id.Ind.26; προσαρμόσαι τὰ χ. (sc. τῇ κύλικι) Id.DDeor.5.2; προσαρμόζειν τὰ χ., χείλη προσεγγίσαι χείλεσιν, of persons kissing, Id.DMeretr.5.3, Am.53; χείλεσιν διερρυηκόσιν with gaping lips, Ar.Nu. 873;ἐν τοῖς χ. τιμᾶν LXXIs.29.13
; ἐν χ. ἑτέρων λαλεῖν, i.e. in strange speech, 1 Ep.Cor.14.21;χ. ἓν πάντων LXXGe.11.6
, cf. Pr.10.19.II metaph. of things, edge, brink, rim, of a bowl,χρυσῷ δ' ἐπὶ χείλεα κεκράανται Od.4.616
, cf. 132;Ἐλπὶς.. ἔμιμνε πίθου ὑπὸ χείλεσιν Hes.Op.97
, cf. Hdt.3.123, Ar.Ach. 459; of a ditch, Il.12.52, Hdt.1.179, Th.3.23; of the ocean, Mimn.11.7, cf. LXXGe.22.17;τῶν τῆς γῆς τροχῶν Pl. Criti. 115e
; of rivers, lakes, Hdt.2.70,94, Arist.HA 570a22; of the whorls, Pl.R. 616d, 616e; αὐλαίας, τείχους, LXXEx.26.4, Plb.10.44.11; of the womb, Arist.HA 583a16; of a wound, Gal.11.127.
См. также в других словарях:
ταχύτητα — Στη φυσική, ανυσματικό μέγεθος που εκφράζει την ταχύτητα με την οποία ένα κινητό σημείο διατρέχει την τροχιά του· η τ. συνήθως ορίζεται αν το διάστημα που έχει διανυθεί διαιρεθεί διά του χρόνου που απαιτήθηκε για να διανυθεί. Η έννοια της τ.… … Dictionary of Greek
ενέργεια — Ο ορισμός της ε. είναι καρπός μακράς μελέτης και προσπαθειών, οι οποίες εξέτειναν και διεύρυναν την έννοιά της, ώστε να περιλάβει και να πλαισιώσει πλήθος φαινομένων. Σε μια πρώτη προσέγγιση, η ε. μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα ενός συστήματος… … Dictionary of Greek
νώτο — το (ΑΜ νῶτον, τό, Α και νῶτος, ό) (κυρίως στον πληθ.) τα νώτα και, αρχ., oἱ νῶτοι η ραχιαία επιφάνεια τού κορμού τού ανθρώπου και τών ζώων, η ράχη, η πλάτη νεοελλ. 1. στον πληθ. στρατ. τα πίσω τμήματα τής γραμμής τού μετώπου, τα μετόπισθεν 2. φρ … Dictionary of Greek